- ἐπιρρακτός
- ἐπιρρακτός, ή, όν,A dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιρρακτός — ἐπιρρακτός, ή, όν (Α) [επιρρήγνυμι] 1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου 2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή 3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα … Dictionary of Greek
ἐπιρρακτόν — ἐπιρρακτός dashed on masc acc sg ἐπιρρακτός dashed on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρακτήν — ἐπιρρακτός dashed on fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)